Η τραχηλίτιδα είναι η φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας, του χαμηλότερου στενού τμήματος της μήτρας που καταλήγει στον κόλπο.
Μερικές φορές είναι πιθανό να έχει τραχηλίτιδα αλλά να μην εμφανίζει συμπτώματα. Ανάμεσα στα συμπτώματα οι γυναίκες παρατηρούν αίμορραγία στο μέσο των έμμηνων κύκλων και αλλαγές στις κολπικές εκκρίσεις.
Συχνά, η τραχηλήτιδα προέρχεται από σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις, όπως χλαμύδια ή γονόρροια. Η τραχηλίτιδα μπορεί να προέρχεται και από μη μολυσματικές αιτίες επίσης. Η επιτυχής θεραπεία περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας που προκαλεί τη φλεγμονή.
Συμπτώματα
Συχνότερα, η τραχηλίτιδα δεν προκαλεί σημεία και συμπτώματα, και η γυναίκα μπορεί να ενημερωθεί γι’ αυτήν ύστερα από ένα τεστ Παπ ή από βιοψία για κάποια άλλη αιτιολογία. Τα σημεία και τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
Συχνά, επώδυνη ούρηση
Μεγάλης ποσότητας κολπικές εκκρίσεις πράσινου, καφέ ή κίτρινου χρώματος ενώ μερικές φορές μπορεί να έχουν και δυσάρεστη οσμή
Πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής
Κολπική αιμορραγία μετά από τη σεξουαλική επαφή, που δε σχετίζεται με την έμμηνο ρύση.
Αίτια
Πιθανά αίτια τραχηλίτιδας είναι:
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις. Οι βακτηριακές και οι ιογενείς λοιμώξεις που προκαλούν τραχηλίτιδα συνήθως μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής επαφής.
Αλλεργικές αντιδράσεις. Η αλλεργία, είτε σε σπερματοκτόνα είτε στο λάτεξ των προφυλακτικών, μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση τραχηλίτιδας. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε αντίδραση σε γυναικεία προϊόντα υγιεινής, όπως αφρόλουτρα ή αποσμητικά για την ευαίσθητη περιοχή.
Υπερβολική ανάπτυξη βακτηρίων. Η υπερβολική ανάπτυξη βακτηρίων που φυσιολογικά εμφανίζονται στον κόλπο (φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου) μπορεί να οδηγήσει δε τραχηλίτιδα.
Παράγοντες κινδύνου
Μία γυναίκα βρίσκεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξει τραχηλίτιδα εάν:
Διατηρεί “επικίνδυνη” σεξουαλική δραστηριότητα, όπως σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς προφύλαξη, με πολλούς συντρόφους ή με κάποιον που ακολουθεί σεξουαλική δραστηριότητα που τον θέτει σε κίνδυνο να νοσήσει από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
Ξεκίνησε τις σεξουαλικές επαφές σε νεαρή ηλικία
Έχει ιστορικό σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων
Επιπλοκές
Ο τράχηλος λειτουργεί ως προστατευτικός φραγμός για να διατηρήσει τα βακτήρια και τους ιούς μακριά από την είσοδό τους στη μήτρα. Όταν μολύνεται ο τράχηλος, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να επεκταθεί η λοίμωξη και μέσα στη μήτρα.
Η τραχηλίτιδα που προκαλείται από γονόρροια ή χλαμύδια μπορεί να επεκταθεί στα τοιχώματα της μήτρας και τις σάλπιγγες, προκαλώντας φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (ΦΝΠ), μία λοίμωξη των αναπαραγωγικών οργάνων της γυναίκας που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε υπογονιμότητα.
Η τραχηλίτιδα μπορεί ακόμα να αυξήσει τον κίνδυνο μία γυναίκα να μολυνθεί από τον ιό HIV από έναν φορέα σύντροφο.
Θεραπεία
Θεραπεία για την τραχηλίτιδα μπορεί να μην είναι απαραίτητη όταν οφείλεται σε μη σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις. Εάν η τραχηλίτιδα οφείλεται σε σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις, τόσο η γυναίκα όσο και ο σύντροφος χρήζουν θεραπείας.
Φαρμακευτική αγωγή μπορεί να αντιμετωπίσει τη φλεγμονή του τραχήλου. Μπορεί να περιλαμβάνει τόσο αντιβιοτικά όσο και αντιϊκά φάρμακα.
Επαναληπτικός έλεγχος για τραχηλίτιδα που οφείλεται σε γονόρροια ή χλαμύδια μπορεί να συσταθεί.
Πρόληψη
Η συνεπής και σωστή χρήση του προφυλακτικού κατά τη σεξουαλική επαφή μειώνει τον κίνδυνο λοίμωξης. Τα προφυλακτικά είναι ευρέως αποτελεσματικά στην πρόληψη των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων, όπως η γονόρροια και τα χλαμύδια που μπορεί να οδηγήσουν σε τραχηλίτιδα. Μία μακροχρόνια μονογαμική σχέση με έναν σύντροφο που δεν έχει μολυνθεί με κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη μπορεί επίσης να μειώσει τον κίνδυνο.