Η δυσανεξία στη λακτόζη αποτελεί ένδειξη αδυναμίας πλήρους αφομοίωσης της ζάχαρης (λακτόζης) που υπάρχει στο γάλα. Η δυσανεξία στη λακτόζη, γνωστή και ως αδυναμία μεταβολισμού της λακτόζης, προκαλεί διάρροια, αέρια και φούσκωμα μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων.
Η ανεπάρκεια της λακτάσης (ένζυμο που παράγεται στο λεπτό έντερο) είναι συνήθως η αιτία δυσανεξίας στη λακτόζη. Η έλλειψη λακτάσης οδηγεί σε συμπτώματα μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων. Η κατάσταση είναι κυρίως ακίνδυνη, αλλά τα συμπτώματα μπορεί να προκαλέσουν δυσφορία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χωρίς να χρειαστεί να αποχωριστούμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Συμπτώματα:
Τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνουν:
- Διάρροια.
- Ναυτία και έμετος.
- Φούσκωμα.
- Αέρια.
- Κοιλιακά άλγη.
Αίτια:
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι το αποτέλεσμα της ανεπαρκούς παραγωγής του ενζύμου της λακτάσης από το λεπτό έντερο. Η λακτάση χρησιμοποιείται για την υδρόλυση της λακτόζη μετατρέποντάς την σε απλά σάκχαρα (γλυκόζη και γαλακτόζη).
Η έλλειψη λακτάσης αναγκάζει τη λακτόζη από τα τρόφιμα να μετακινηθεί στο παχύ έντερο (κόλον), όπου η λακτόζη αλληλεπιδρά με τα φυσιολογικά βακτηρίδια προκαλώντας τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη.
Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να ταξινομηθεί σε τρεις κατηγορίες. Διάφοροι παράγοντες προκαλούν ανεπάρκεια λακτάσης σε κάθε κατηγορία.
Πρωτογενής δυσανεξία στη λακτόζη
Η πρωτογενής δυσανεξία στη λακτόζη είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος. Τα άτομα που αναπτύσσουν πρωτογενή δυσανεξία στη λακτόζη παράγουν επαρκή λακτάση στην αρχή της ζωής τους. Ωστόσο, η παραγωγή λακτάσης μειώνεται με την αυξανόμενη ηλικία, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε πρωτογενή δυσανεξία στη λακτόζη, όπου η παραγωγή λακτάσης καταρρέει. Ως αποτέλεσμα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα γίνονται πιο δύσκολα στην πέψη στην ενηλικίωση.
Η πρωτογενής δυσανεξία στη λακτόζη είναι γενετικά προκαθορισμένη και οι περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζονται σε άτομα αφρικανικής, ασιατικής ή ισπανικής καταγωγής.
Δευτερογενής δυσανεξία στη λακτόζη
Η δευτερογενής δυσανεξία στη λακτόζη είναι το αποτέλεσμα μειωμένης παραγωγής λακτάσης μετά από ασθένεια, χειρουργική επέμβαση ή τραυματισμό που αφορά το λεπτό έντερο. Οι κύριες συνθήκες που συνδέονται με αυτόν τον τύπο δυσανεξίας στη λακτόζη είναι η βακτηριακή υπερανάπτυξη, η κοιλιοκάκη και η νόσο του Crohn. Η θεραπεία της πρωταρχικής ασθένειας μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη και ενδεχομένως να αποκαταστήσει τα επίπεδα της λακτάσης.
Συγγενής ή αναπτυξιακή δυσανεξία στη λακτόζη
Αυτός ο τύπος δυσανεξίας στη λακτόζη κληρονομείται από τους γονείς μέσω ενός μοτίβου που κληρονομεί μεταλλαγμένα γονίδια, το οποίο προκαλεί πλήρη απουσία της δραστηριότητας της λακτάσης.
Παράγοντες κινδύνου:
Οι παράγοντες κινδύνου για τη δυσανεξία στη λακτόζη περιλαμβάνουν:
- Αύξηση ηλικίας: Η δυσανεξία στη λακτόζη γενικά συμβαίνει κατά την ενηλικίωση.
- Εθνικότητα: Οι πιο συχνές περιπτώσεις δυσανεξίας στη λακτόζη καταγράφονται σε άτομα της Αφρικής, της Ασίας, Ισπανικής ή Αμερικανικής καταγωγής.
- Πρόωρη γέννηση: Τα πρόωρα βρέφη έχουν αυξημένο κίνδυνο δυσανεξίας στη λακτόζη λόγω των μειωμένων επιπέδων λακτάσης. Τα χαμηλότερα επίπεδα λακτάσης είναι το αποτέλεσμα των υποανάπτυκτων κυττάρων που παράγουν λακτάση στο λεπτό έντερο.
- Ασθένειες που επηρεάζουν το λεπτό έντερο: Η βακτηριακή υπερανάπτυξη, η κοιλιοκάκη και η νόσο του Crohn μπορούν να οδηγήσουν σε δυσανεξία στη λακτόζη.
- Θεραπείες κατά του καρκίνο: Ακτινοθεραπεία για καρκίνο του κοιλιακού συστήματος ή επιπλοκές του εντέρου από τη χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλέσει δυσανεξία στη λακτόζη.